Dictionary of Greek. 2013.
χουσμέτι — και χοσμέτι, το, Ν (διαλ. τ.) 1. μικρή εκδούλευση, θέλημα 2. δουλειά, υπηρεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hizmet] … Dictionary of Greek